Paris blog

Τα φρικιά πάνε Παρίσι !

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Ημέρα 4η

Κατεβαίνουμε στον σταθμό μετρό που είναι μπροστά από την όπερα Garnier. Το κτίριο πανέμορφο, με βαριά και πολύπλοκη διακόσμηση, που χρειάζεσαι ώρες ολόκληρες για να ανακαλύψεις και να θαυμάσεις σε όλη της την έκταση. Κόσμος κάθεται στα σκαλιά, ξεκουράζεται, τρώει, διαβάζει βιβλία, συζητάει. Έχουν αγάπη οι Γάλλοι για τους ελεύθερους δημόσιους χώρους. Και πως να μην έχουν δηλαδή; Όταν ένας κεντρικός δρόμος της πόλης τους μπορεί να είναι κάπως έτσι, ή έτσι. Το Παρίσι μπορεί να είναι μία πυκνοκατοικημένη μεγαλούπολη, με σοβαρό οικιστικό πρόβλημα (διαμερίσματα μικρά, παλιά και με απαράδεκτα υψηλά ενοίκια), αλλά δεν "πνίγεσαι" πουθενά. Μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα πεζοδρόμια, φροντισμένα δέντρα και κήποι συνθέτουν το εικόνα του. Ακόμα και έξω από τα στενά όρια του κέντρου (δηλαδή έξω από την Boulevard Périphérique) το street view του Google maps δείχνει μία πόλη που αναπνέει.

Το Museum Pass δεν αποδεικνύεται χρήσιμο άλλη μια φορά, αλλά τώρα φταίω εγώ. Δεν είχα προσέξει ότι δεν συμπεριλαμβάνει στην λίστα του την όπερα Garnier. Το εισιτήριο είναι 9 ευρώ, ιδιαίτερα τσουχτερό. Τι κρίμα. Και ήθελα να δω την περίφημη σκάλα και το ωραίο ταβανάκι . Δεν πειράζει. Κάναμε την βόλτα μας γύρω-γύρω απ' το όμορφο κτίριο και ξαναμπήκαμε στο μετρό για να βγούμε σε έναν παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Τούρκος έχει ξανάρθει σε αυτό το μουσείο και λόγω της αγάπης του για την μοντέρνα τέχνη, είναι ξετρελαμένος. Μου έχει φάει τ' αυτιά με τους ιμπρεσιονιστές . Αποφεύγουμε την μεγαλούτσικη ουρά στην είσοδο έκδοσης εισιτηρίων και μπαίνουμε από την entrée réservée .

Ο χώρος μέσα εντυπωσιακός. Μεγάλος, ανοιχτός και φωτεινός, με τα μπαλκόνια που κοιτάνε στο αίθριο στολισμένα με αγάλματα. Και το πανέμορφο (και πολυφωτογραφημένο) ρολόι που δεσπόζει πάνω απ' το κεφάλι μου με κάνει να θέλω να περιμένω ένα παλιό τρένο. Το προσέχανε άραγε καθόλου οι άνθρωποι αυτό το κομψοτέχνημα όταν ανεβοκατέβαιναν βιαστικοί στους συρμούς, τότε που το κτίριο αυτό δεν ήταν μέρος αναψυχής και συνάντησης αργόσχολων τουριστών, αλλά λειτουργικό στοιχείο της ζωής της μεγαλούπολης; Μπορεί και όχι. Άλλωστε, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι άνθρωποι εδώ ήταν συνηθισμένοι να περιτριγυρίζονται από πολλά όμορφα πράγματα. Φρόντιζε το κίνημα της Art Nouveau γι' αυτό... Αλλά ελπίζω ότι όλο και κάποιος "τρελός" θα καθόταν που και που μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος για να το θαυμάσει. Μας λείπουν σήμερα οι "τρελοί".
Περίπου 5 ώρες μετά, το απογευματάκι μας βρήκε τέζα μέσα στο μουσείο, με εμένα να αναφωνώ "Όχι άλλο κάρβουνο!" (μετ.: "Δεν αντέχω άλλη ορθοστασία!"). Παρόλο που και εδώ, όπως και στον Λούβρο, είχαμε καταστρώσει προσεκτικά στρατηγικό πλάνο επέλασης, και πάλι δεν καταφέραμε να το κατακτήσουμε ολόκληρο. Λογικό βέβαια, διότι άμα καθόμαστε και χάσκουμε σαν χάνοι μπροστά από διάφορους Manet, Monet, Degas, Maurice, Renoir, Toulouse-Lautrec, Van Gogh και δεν συμμαζεύεται (μου είναι αδύνατο να απαριθμήσω όλους τους εκπληκτικούς ζωγράφους που συγκεντρώνει το Orsay), που καιρός για τα υπόλοιπα εκθέματα; Τα πάμπολλα ενδιαφέροντα αγάλματα που στέκονταν στα μπαλκόνια και τα περίτεχνα διακοσμητικά αντικείμενα, προσπαθούσαν να κερδίσουν λίγο περισσότερο από τον χρόνο μας, αλλά μάλλον δεν τα πολυκαταφέραν . Δυστυχώς, στην συλλογή δεν περιλαμβάνεται ο αγαπημένος μου πίνακας, αλλά δεν πειράζει ... βολεύτηκα με μία διαφορετική νύχτα...



©howstuffworks
Και απέκτησα και έναν νέο αγαπημένο! Ο Τούρκος με πήρε από το χεράκι για να με πάει σ' αυτόν. Με πήγε στην αίθουσα που είναι εκτεθειμένος ο πίνακας του Whistler, Arrangement in Grey and Black ή αλλιώς Whistler's Mother. Ωραία, λέω. Διάσημος πίνακας. "Όχι εκεί!" μου φωνάζει και με τραβάει από το χέρι να γυρίσω. "Εδώ", λέει, και μου δείχνει μπροστά έναν μεγάλων διαστάσεων πίνακα που δείχνει τρεις εργάτες ξυλουργούς να πλανάρουν το ξύλινο πάτωμα ενός άδειου δωματίου. Τα χρώματά του είναι αδρά, τα χέρια των ανδρών φαίνονται τόσο μακριά, που μοιάζουν ατελείωτα. Η εικόνα βγάζει την ηρεμία του καθημερινού μεροκάματου των εργατών. Δουλειά μαζί με τους συν-εργάτες κι ένα μπουκάλι κρασί ακουμπισμένο παραδίπλα, για το διάλειμμα. Το φως μπαίνει από το παράθυρο.
"Όμορφος είναι" του απαντάω "αλλά πέφτουν τα φώτα απάνω του και γυαλίζει. Θα πάω πιο κει να τον δω από άλλη γωνία". "Όχι δεν είναι τα φώτα του μουσείου. Έτσι το έχει ζωγραφίσει το φως που μπαίνει από το παράθυρο και αντανακλάει πάνω στο λούστρο των ξύλων", μου απαντάει. "Αποκλείεται!". Η αντανάκλαση του φωτός είναι εξαιρετικά έντονη και δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπορεί να επιτευχθεί με χρώματα πάνω σε έναν πίνακα. Πλησιάζω πιο κοντά και οι αμφιβολίες μου διαλύονται. Με κάποιον ακατανόητο τρόπο ο Caillebotte καταφέρνει να κάνει τα χρώματα λαδιού πάνω στον καμβά, να ακτινοβολούν πραγματικό φως! Ούτε το επίσημο αντίγραφο του μουσείου, ούτε καμία φωτογραφία στο internet δεν μπορεί να αποδώσει αυτό που βλέπει το μάτι στον αυθεντικό πίνακα. Παρόλα αυτά παραθέτω την φωτογραφία του έργου για λόγους αναφοράς.

Βγαίνουμε ξανά έξω στη πόλη και παίρνουμε τον δρόμο προς την Champs-Élysées και το γνωστό τραγουδάκι έχει κολλήσει στο μυαλό μου. Διασχίζουμε το κομμάτι από τον σταθμό George V μέχρι την Αψίδα (μη λιώσουμε και στο περπάτημα ). Ευθεία κι απ' τις δυο μεριές μέχρι όσο φτάνει το μάτι, δέντρα τετραγωνισμένα (τόσο τετραγωνισμένα που τα λυπήθηκα) και παραταγμένα κατά μήκος του -εντυπωσιακά μεγάλου- πεζοδρομίου, και φυσικά ... μαγαζιά, ακριβά μαγαζιά και σκανδαλιστικά ακριβά μαγαζιά.

Πάμε με το πάσο μας, σταματάμε σε σαντουϊτσάδικο για το καθυστερημένο μεσημεριανό μας, χαζεύουμε τις βιτρίνες και γελάμε με τις τιμές, και κάάάποια στιγμή φτάνουμε απέναντι από την Αψίδα του Θριάμβου. Τα αμάξια γυρνάνε γύρω-γύρω της σαν σβούρες και κατά εκατοντάδες. Σε αντίθεση με άλλους fellow τουρίστες που παριστάνουν το κοτόπουλο του παλιού ηλεκτρονικού παιχνιδιού, εμείς χρησιμοποιούμε την υπόγεια διάβαση που υπάρχει και συνδέεται μάλιστα και με τον σταθμό του υπογείου που υπάρχει ακριβώς κάτω από την Αψίδα. Χαλαρώνουμε, συγκεντρωνόμαστε, κάνουμε τις γιόγκες μας και προετοιμαζόμαστε ψυχολογικά για 284 σκαλιά. Στον δρόμο προς τα πάνω τον Τούρκο τον πιάνουν πάλι τα καλλιτεχνικά του (βλ. φωτό) και εμένα τα καταναλωτικά μου, οπότε τσιμπάω μία μινιατούρα του πύργου του Άιφελ στο τουριστικό μαγαζί στην κορυφή της σκάλας, σε πολύ καλή τιμή.
Η θέα είναι σίγουρα επαρκής ανταμοιβή. Φαντάζομαι ότι κι από το έτερο σημείο σκαρφαλώματος θα είναι καλύτερη, αφού η κορυφή του βρίσκεται αρκετά ψηλότερα, αλλά στην Αψίδα, το αστέρι που σχηματίζουν γύρω της οι 10 λεωφόροι δίνει άλλη όψη στο σκηνικό.
Μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει πήραμε την... κάτω βόλτα και γυρίσαμε στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση και φρεσκάρισμα. Τα σχέδια είναι για βραδιά με ζωντανή μουσική τζαζ.

Το μαγαζί που επιλέξαμε λέγεται Caveau de la Huchette. Βρίσκεται στην άκρη του δρόμου Rue de la Huchette ο οποίος αποτελεί, κατά την γνώμη μου, εθνική ντροπή για κάθε κάτοικο της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα μικρού μήκους δρομάκι δίπλα από το ποτάμι, πάνω στο οποίο συνωστίζονται ελληνο-ειδή εστιατόρια και φαστφουντάδικα, με τεράστιες φωτογραφίες φαγητών σε ταμπέλες νέον, ονόματα καταστημάτων γραμμένα με αρχαιο-ειδή γράμματα του στυλ και κράχτες έξω από τις πόρτες τους, κατά τα πρότυπα του χειρότερου "mouzaka-souvlaki" τουρισμού. Ονομάζει τον εαυτό του jazz cellar και όντως ανταποκρίνεται στον τίτλο, αφού η σκηνή του βρίσκεται στο υπόγειο παλιό κελάρι, πράγμα που έχουμε πει συμβαίνει συχνά στα παρισινά μπαράκια. Το συγκεκριμένο μέρος έχει ιστορία και οι περισσότερες πηγές το αναφέρουν ως "ένα από τα πιο γνωστά jazz στέκια του Παρισιού". Εμάς όμως το συγκρότημα εκείνη την μέρα μας απογοήτευσε λίγο. Όπως και να 'χει πάντως, ήταν μία ωραία εμπειρία .


©toptable
Το όλο ζήτημα όμως τελείωσε σχετικά νωρίς, οπότε είχαμε ακόμα καιρό για ένα ποτό. Δεν ξέρω πως καταλήξαμε στην περιοχή της Les Halles, ούτε πως βρεθήκαμε να κόβουμε βόλτες στην Rue St. Denis, μία οδός που προσωπικά μου φάνηκε πολύ περίεργη, καθώς εντελώς αξιοπρεπή μαγαζιά είναι πλάι-πλάι με ένα σωρό σεξομάγαζα. Καταλήξαμε να μπούμε στην Hall's Beer Tavern, μία συμπαθητική μπυραρία με αρκετά καλό κατάλογο. Το μόνο που με χάλασε ήταν οι εξαιρετικά παλιοί και βρώμικοι καναπέδες.
Βγαίνοντας από την μπυρίτσα μας χτυπήσαμε και μια κρέπα στο μόνο ανοιχτό εκείνη την ώρα φαστφουντάδικο, και γυρίσαμε πίσω με τα μάτια μισόκλειστα.
αναρτήθηκε από Ελένη στις 00:43 0 comments